φραγκικῶν, τῶν
Ερμηνεία:
[ὁ φραγκικός, -ή, -ό, οἱ φραγκικοί, -αί, -ά (αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τους Φράγκους. Φράγκοι ονομάζονταν οι κάτοικοι της Δ. Ετρώπης και κυρίως οι Ρωμαιοκαθολικόί]
Ετυμολογία:
[(< Λατινικά Francus, pl. Franci (γερμανικός λαός που κατέκτησε τη Ρωμαϊική Γαλατία τον 3ο αιώνα μ.Χ.]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|